Ο σημαντικός Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις. Η μητέρα του, Γκρέις Χωλ, δίδασκε μουσική και τραγούδι και είχε ασχοληθεί με την όπερα. Ο πατέρας του, Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ, γιατρός αλλά και ερασιτέχνης ψαράς και κυνηγός, του μετέδωσε την αγάπη του για τη φύση και τον αθλητισμό.
Τελειώνοντας το σχολείο άρχισε να γράφει τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze, καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του γυμνασίου του. Το 1917 ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, του δίδαξε τους καλύτερους κανόνες συγγραφής.
Η επιθυμία του να λάβει μέρος στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο δεν κάμφθηκε από την απόρριψή του από τον Αμερικάνικό στρατό και κατάφερε να γίνει δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού στο ιταλικό μέτωπο. Οι εμπειρίες του Χέμινγουεϊ από τον πόλεμο αποτυπώνονται με κάθε λεπτομέρεια στο αριστουργηματικό μυθιστόρημά του «Αποχαιρετισμός στα Όπλα».
Η λήξη του πολέμου βρήκε τον Χέμινγουεϊ να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής για την εφημερίδα Toronto Star Weekly. Παντρεύτηκε την Χάντλυ Ρίτσαρντσον και μετακόμισε στο Παρίσι. Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ το 1923 δημοσιεύτηκε το πρώτο του βιβλίο «Τρία Διηγήματα και Δέκα Ποιήματα». Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο πρώτος γιος του.
Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του «Στον Καιρό μας», το μυθιστόρημα «Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά», η συλλογή «Άντρες χωρίς γυναίκες» και ο «Αποχαιρετισμός στα Όπλα».
Στις 28 Ιουνίου 1928 απέκτησε τον δεύτερο γιο του, τον Πάτρικ, από τη δεύτερη σύζυγό του, Πωλίν Φάιφερ, ενώ το Δεκέμβριο του 1928 αυτοκτόνησε ο πατέρας του, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα υγείας. Η δημοσίευση του «Αποχαιρετισμός στα Όπλα», στις 27 Σεπτεμβρίου του 1929, του πρόσφερε σημαντική λογοτεχνική και εμπορική αναγνώριση. Το 1932 εκδόθηκε ο «Θάνατος στο απομεσήμερο».
Το 1935 εξέδωσε το μυθιστόρημα «Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής», που έγραψε βασισμένος στην εμπειρία του από ένα τρίμηνο σαφάρι στην Αφρική. Το 1937 ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο. Μετά τον τρίτο του γάμο εγκαταστάθηκε στην Κούβα. Την περίοδο του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής. Τις εμπειρίες του από αυτό το μέτωπο διοχέτευσε στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Το 1944 ταξίδεψε στην Ευρώπη. Το 1946 παντρεύτηκε την τέταρτη σύζυγό του, Μαίρη Γουέλς και επέστρεψε στην Αμερική.
Το 1952 δημοσιεύτηκε η νουβέλα του «Ο Γέρος και η Θάλασσα», έργο για το οποίο βραβεύτηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ το 1953 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1954. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας που επιδεινώθηκαν με τον αλκοολισμό του. Ο Έρνεστ Χέμινγουει αυτοκτόνησε στις 2 Ιουλίου 1961, σε ηλικία 61 ετών.
Τελειώνοντας το σχολείο άρχισε να γράφει τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze, καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του γυμνασίου του. Το 1917 ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, του δίδαξε τους καλύτερους κανόνες συγγραφής.
Η επιθυμία του να λάβει μέρος στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο δεν κάμφθηκε από την απόρριψή του από τον Αμερικάνικό στρατό και κατάφερε να γίνει δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού στο ιταλικό μέτωπο. Οι εμπειρίες του Χέμινγουεϊ από τον πόλεμο αποτυπώνονται με κάθε λεπτομέρεια στο αριστουργηματικό μυθιστόρημά του «Αποχαιρετισμός στα Όπλα».
Η λήξη του πολέμου βρήκε τον Χέμινγουεϊ να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής για την εφημερίδα Toronto Star Weekly. Παντρεύτηκε την Χάντλυ Ρίτσαρντσον και μετακόμισε στο Παρίσι. Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ το 1923 δημοσιεύτηκε το πρώτο του βιβλίο «Τρία Διηγήματα και Δέκα Ποιήματα». Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο πρώτος γιος του.
Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του «Στον Καιρό μας», το μυθιστόρημα «Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά», η συλλογή «Άντρες χωρίς γυναίκες» και ο «Αποχαιρετισμός στα Όπλα».
Στις 28 Ιουνίου 1928 απέκτησε τον δεύτερο γιο του, τον Πάτρικ, από τη δεύτερη σύζυγό του, Πωλίν Φάιφερ, ενώ το Δεκέμβριο του 1928 αυτοκτόνησε ο πατέρας του, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα υγείας. Η δημοσίευση του «Αποχαιρετισμός στα Όπλα», στις 27 Σεπτεμβρίου του 1929, του πρόσφερε σημαντική λογοτεχνική και εμπορική αναγνώριση. Το 1932 εκδόθηκε ο «Θάνατος στο απομεσήμερο».
Το 1935 εξέδωσε το μυθιστόρημα «Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής», που έγραψε βασισμένος στην εμπειρία του από ένα τρίμηνο σαφάρι στην Αφρική. Το 1937 ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο. Μετά τον τρίτο του γάμο εγκαταστάθηκε στην Κούβα. Την περίοδο του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής. Τις εμπειρίες του από αυτό το μέτωπο διοχέτευσε στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Το 1944 ταξίδεψε στην Ευρώπη. Το 1946 παντρεύτηκε την τέταρτη σύζυγό του, Μαίρη Γουέλς και επέστρεψε στην Αμερική.
Το 1952 δημοσιεύτηκε η νουβέλα του «Ο Γέρος και η Θάλασσα», έργο για το οποίο βραβεύτηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ το 1953 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1954. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας που επιδεινώθηκαν με τον αλκοολισμό του. Ο Έρνεστ Χέμινγουει αυτοκτόνησε στις 2 Ιουλίου 1961, σε ηλικία 61 ετών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου